Πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δήμου Σερρών (πρώην αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου)παρουσία του Πρόεδρου του Δημοτικού Συμβουλίου κ Παπαβασιλείου Βασίλη και της Αντιδημάρχου Κοινωνικής πολιτικής κας Αγιαννίδου , η βράβευση των 2 μαθητριών Μαρία Μποζάνη και Ηλέκτρα Φανού της 6ης τάξης του 20ου Δημοτικού Σχολείου Σερρών .Οι δύο μαθήτριες έγραψαν στο πλαίσιο του διαγωνισμού Διηγηθείτε μια ιστορία από τη θέση του πρόσφυγα , ανάμεσα σε 6 συμμετέχοντα σχολεία που παρακολούθησαν την δράση στην *Ημέρα Προσφύγων 2011* με θέμα *Δεν είναι μόνο αριθμοί*
Ο εκπαιδευτικός Μιχάλης Πισκιούλης συντονιστής ανέφερε τις πρωτοβουλίες των μαθητών του ,την σοβαρότητα και την υπευθυνότητα τους, την συγκυρία της τάξης του να προέρχονται ΟΛΟΙ οι μαθητές του από οικογένεια προσφύγων. Ανέφερε επίσης τις εκπληκτικές ζωγραφιές των παιδιών που αναπαριστούσαν την ζωή των προγόνων τους όπως της διηγήθηκαν οι γονείς τους .Όλες οι εργασίες των παιδιών και οι ιστορίες τους που μπήκαν σε διαγωνιστικό πλαίσιο δείτε το στο blog που δημιούργησαν .Η ιστοσελίδα http://antiratsismos.blogspot.com/2012/01/blog-post.html τους, θα μείνει στην μνήμη των παιδιών και με το τέλος της σχολικής τους ζωής αναφέρει όλη την δράση τους
Η κ Εμμανουηλίδου πρόεδρος του Ομίλου Σερρών για UNESCO ευχαρίστησε τους 2 εκπαιδευτικούς και τους μαθητές ανaφέροντας ότι ήταν το πρώτο Δημοτικό της πόλης που εντάθηκε στο Δίκτυο των συνεργαζομένων σχολείο της UNESCO-ASPnet Για την πρωτοβουλία τους στην επιλογή του θέματος που τόσο επίκαιρο είναι αυτά τα χρόνια που εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη, είτε από πολεμικές συρράξεις ,είτε από την κλιματική αλλαγή, είτε από τις πολιτικές συγκυρίες ανθρωπίνων δικαιωμάτων,άνθρωποι φεύγουν από την γη τους για να βρουν μια ελπίδα για καλύτερη ζωή. Οι δύο βραβευμένες ιστορίες.

Οι αναμνήσεις ενός πρόσφυγα…

Ονομάζομαι Δραγάνογλου (σύνθετη λέξη που προέρχεται από την τούρκικη λέξη dragan που σημαίνει θεριστής και το oglou που σημαίνει γιος, δηλαδή γιος του θεριστή) και ζούσα στη Μικρασία με την οικογένειά μου στο χωριό Ενεχίλ.
Εκεί υπήρχαν και οικογένειες Τούρκων και συμβιώναμε ειρηνικά. Το 1924 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, έτσι ονόμασαν τον διωγμό των Ελλήνων, ήρθα με την οικογένειά μου στην Ελλάδα. Ο παππούς μου πέθανε στη διαδρομή. Ήταν μεγάλος σε ηλικία κι έτσι δεν άντεξε τις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού. Μέρες ολόκληρες περπατούσαμε κουβαλώντας ό,τι μπορούσε ο καθένας. Πολλές φορές νιώθαμε πως δεν θα τα καταφέρουμε.
Όταν επιτέλους φτάσαμε στην Ελλάδα ήμασταν τόσο εξουθενωμένοι που δεν σκεφτόμασταν τι θα μας ξημερώσει την επόμενη μέρα… Μείναμε στην προσφυγική συνοικία «χωράφια» στο Σουφλί. Μας έδωσαν ένα δωματιάκι με τόσα άτομα μέσα, που δεν μπορούσες να ανασάνεις. Πείνα, αρρώστιες και δυστυχία υπήρχαν γύρω μας και μας καταρράκωναν το ηθικό. Εμείς τα παιδιά κλαίγαμε λες και καταλαβαίναμε το κακό που μας βρήκε.
Οι μέρες περνούσαν και έπρεπε γρήγορα να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και να συνεχίσουμε τη ζωή. Οι γονείς μου δούλευαν στα χωράφια των πλουσίων και μόλις συγκέντρωσαν κάποια χρήματα βρήκαν ένα παλιό σπίτι και φύγαμε από το συνοικισμό. Τουλάχιστον, τώρα οι συνθήκες διαβίωσης μας ήταν καλύτερες, είχαμε το δικό μας μαγειρείο και επιτέλους, δεν κοιμόμασταν πια όλοι μαζί.
Ο κόσμος, όμως, μας αντιμετώπιζε με δυσπιστία. Μας εκμεταλλευόταν κάθε στιγμή. Οι γονείς μου δούλευαν όλη μέρα στις πιο σκληρές χειρωνακτικές εργασίες, χωρίς να αμείβονται ανάλογα. Εμείς αντιμετωπίζαμε το χλευασμό των συμμαθητών μας στο σχολείο. Κράτος δεν υπήρχε πουθενά! Δεν είχαμε φάρμακα, ούτε και ασφάλεια. Αλίμονο αν κάποιος αρρώσταινε… Αντιμετώπιζαν την αρρώστια με γιατροσόφια από βότανα, ελπίζοντας πως η τύχη ήταν με το μέρος τους.
Σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα, προσπαθώντας πάντα να ξεχάσω τον πόνο και τη δυστυχία, την απόρριψη και την αμφισβήτηση από την κοινωνία. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου και ‘γω η ίδια να νιώσω περήφανη γι’ αυτό ακριβώς: πως ήμουν πρόσφυγας.

Μαρία Μποζάνη
ΣΤ1 – 20ο Δημοτικό

Μια φανταστική ιστορία

Το όνομά μου είναι Αλίσια. Έζησα μέχρι τα έξι μου χρόνια στην πατρίδα μου τη Λιβύη, ώσπου η ζωή άρχισε να γίνεται δύσκολη.
Θυμάμαι μια μέρα ξύπνησα γρήγορα, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου κι έτρεξα στους γονείς μου. Με περίμεναν. Στα χέρια τους κρατούσαν βαλίτσες.
Φύγαμε γρήγορα από εκεί!!!… Την εξουσία την πήρε η χούντα.
Με ένα μεγάλο φορτηγό φύγαμε απ’ την πόλη. Μέσα είχε πολλά άτομα. Δεν τα θυμάμαι καθαρά. Δεν καταλάβαινα που ήμασταν καθώς ταξιδεύαμε. Δεν κατεβαίναμε σχεδόν καθόλου από το φορτηγό, μόνο σταματούσαμε να βάλουμε βενζίνη, μέχρι που τα χρήματα και τα τρόφιμα λιγόστεψαν. Για δύο μέρες ο καθένας μας έτρωγε λίγο ψωμί κι έπινε λίγο νερό.
Τελικά την τρίτη μέρα φτάσαμε στο λιμάνι και μπήκαμε σαν λαθρεπιβάτες, εγώ και η οικογένειά μου, σ’ ένα πλοίο που πήγαινε στην Ελλάδα. Είχαμε πάρει μαζί μας λίγα τρόφιμα για να επιβιώσουμε στο ταξίδι.
Ο πατέρας μου δεν μου είχε εξηγήσει γιατί είχαμε φύγει τόσο βιαστικά. Ήταν ένα μακρύ ταξίδι σιωπής…..
Όταν φτάσαμε στην Αθήνα ο πατέρας μου ζήτησε από κάποια υπηρεσία, δεν τη θυμάμαι πολύ καλά, πολιτικό άσυλο. Υπέβαλλε κάτι χαρτιά και υπέγραφε για πολλές ώρες.
Ήξερε καλά ελληνικά ο πατέρας μου, γιατί είχε σπουδάσει στην Ελλάδα.
Μας πήγαν σε ένα κτίριο που είχε χώρο για να μείνουμε προσωρινά και είπαν στους γονείς μου, ότι μέχρι να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση για το άσυλο μπορούσαν αν πιάσουν δουλειά και να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα.
Ο μπαμπάς σου άρχισε να δουλεύει ως εργάτης στις οικοδομές και η μαμά ως καθαρίστρια. Έξι χρόνια περιμέναμε για το άσυλο… έξι χρόνια!
Όταν τελικά το πήραμε, χαρήκαμε τόσο πολύ! Για αρκετά χρόνια ζούσαμε ευτυχισμένοι, όμως υπήρχαν και υπάρχουν κάποια προβλήματα. Εγώ έμαθα να μιλάω τη γλώσσα, όμως κάποιοι άνθρωποι με κοροϊδεύουν. Μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι κατώτερη. Όμως μπορώ και τώρα που είμαι δεκαεννιά χρονών να επιβιώνω. Και να ελπίζω……
Ηλέκτρα Φανού
Στ2 20ου Δημ. Σχολείου Σερρών